αισχροκερδώ

αισχροκερδώ
-ησα, κάνω αισχροκέρδεια: Αυτός χρόνια τώρα αισχροκερδεί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αισχροκερδώ — ( έω) (Α αἰσχροκερδῶ) [αἰσχροκερδής] είμαι αισχροκερδής, ασκώ αισχροκέρδεια, πραγματοποιώ αθέμιτα κέρδη …   Dictionary of Greek

  • αισχροκερδής — ές (Α αἰσχροκερδής) νεοελλ. αυτός που επιτυχαίνει αθέμιτα κέρδη αρχ. αυτός που επιζητεί αισχρά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + κερδής < κέρδος. ΠΑΡ. αισχροκέρδεια, αισχροκερδώ] …   Dictionary of Greek

  • κακοκερδαίνω — (Μ) κερδίζω κάτι με κακό, άσχημο ή ανέντιμο τρόπο, αισχροκερδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + κερδαίνω] …   Dictionary of Greek

  • ληστεύω — (AM ληστεύω) [ληστής] αφαιρώ και οικειοποιούμαι ξένη περιουσία με άσκηση βίας (α. «λήστεψαν πάλι το χρυσοχοείο» β. «ληστεύειν ἐν τῇ γῇ καὶ ἐν τῇ θαλάσσῃ», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. μσν. μτφ. κερδοσκοπώ σε βάρος άλλου, αισχροκερδώ («μάς λήστεψαν στο… …   Dictionary of Greek

  • γδέρνω — έγδαρα, γδάρθηκα, γδαρμένος 1. αφαιρώ το δέρμα ζώου: Έγδαρε το αγριογούρουνο που σκότωσε στο κυνήγι. 2. γρατσουνίζω, προκαλώ εκδορές: Έπεσε κι έγδαρε το χέρι της. 3. ξεφλουδίζω δέντρο. 4. μτφ., εξαντλώ οικονομικά κάποιον, αισχροκερδώ: Τον έγδαραν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ληστεύω — λήστεψα, ληστεύτηκα, ληστε(υ)μένος 1. αφαιρώ με τη βία ξένη περιουσία: Λήστεψαν το βενζινάδικο που βρίσκεται κοντά στο σπίτι μου. 2. μτφ., αισχροκερδώ υπερβολικά: Μην ψωνίσεις από το μαγαζί του, θα σε ληστέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”